Dictionary of Greek. 2013.
μόνορχις — ο (ΑΜ μόνορχις, εως) αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὄρχις (πρβλ. τρί ορχις)] … Dictionary of Greek